- ἐπίανε
- ἐπί̱ᾱνε , πιαίνωfattenaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… … Dictionary of Greek
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek
σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελάκης. Καταγόταν από το Αίγιο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως οπλαρχηγός. 2. Αδάμ. Γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1781. Πολέμησε με δικό του στρατιωτικόσώμα και υπό τις διαταγές του Παν. Γιατράκουστο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Κέρκωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Επρόκειτο για δύο αδέλφια, περιβόητους κακοποιούς, που επιχείρησαν να ληστέψουν και τον ίδιο τον Δία. Κατάγονταν από την Οιχαλία και ονομάζονταν Ώλος και Ευρύβατος ή Σίλλος και Γρίβαλος ή Άνδουλος και Άτλαντος ή Πάσσαλος και… … Dictionary of Greek
αιχμάλωτος — η, ο 1. αυτός που πιάστηκε από τον εχθρό: Τη μέρα εκείνη ο λόχος μας έπιανε τους πρώτους αιχμαλώτους. 2. υποταγμένος σε άλλον, γοητευμένος: Είχε καταντήσει αιχμάλωτος του προσώπου αυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)